- ἀποκρέμασμα
- ἀπο-κρέμασμα, ατος, τό, = foreg.,A
αὐχένος Eust.1334.2
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αὐχένος Eust.1334.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποκρέμασμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκρέμασμα — το (Μ ἀποκρέμασμα) το να κρέμεται ή να γέρνει κάτι προς τα κάτω … Dictionary of Greek